- λεπτυντικός
- -ή, -ό (Α λεπτυντικός, -ή, -όν) [λεπτύνω]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λέπτυνση ή αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να λεπταίνει, απισχαντικός («δύναμιν ἔχει σταλτικήν, λεπτυντικήν, νομὴν ἐφεκτικήν», Διοσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.