λεπτυντικός

λεπτυντικός
-ή, -ό (Α λεπτυντικός, -ή, -όν) [λεπτύνω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λέπτυνση ή αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να λεπταίνει, απισχαντικός («δύναμιν ἔχει σταλτικήν, λεπτυντικήν, νομὴν ἐφεκτικήν», Διοσκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λεπτυντικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτυντικά — λεπτυντικός of neut nom/voc/acc pl λεπτυντικά̱ , λεπτυντικός of fem nom/voc/acc dual λεπτυντικά̱ , λεπτυντικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτυντικώτερον — λεπτυντικός of adverbial comp λεπτυντικός of masc acc comp sg λεπτυντικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτυντικωτάτων — λεπτυντικός of fem gen superl pl λεπτυντικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτυντικωτέρων — λεπτυντικός of fem gen comp pl λεπτυντικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτυντικῶν — λεπτυντικός of fem gen pl λεπτυντικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτυντικόν — λεπτυντικός of masc acc sg λεπτυντικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτυντικαῖς — λεπτυντικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτυντικαί — λεπτυντικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτυντικοῖς — λεπτυντικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”